ὀξύς

ὀξύς
ὀξύς (ὀξεῖα), -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αιςι), -ας: comp. ὀξᾰτεραι: superl. ὀξᾰτατον, -ων, -ους.)
a sharp

θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.63

[ὀξυτάτῳ πελέκει (v. l. ὀξυτόμῳ) P. 4.263]
b sharp, sharp-eyed

ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41

κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

c met., keen, acute, intense

ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα P. 1.20

of pain, anguish,

ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι O. 8.85

ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9

ὀξείαισι πάθαις P. 3.97

ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53

ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. N. 11.48 of mental effort,

ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37

d piercing of sound

ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35

e swift ὀξυτάτων βελέων (ὠκυτάτων v. l.) P. 4.213
f frag.

ὀξύτατον[ Pae. 8.91


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀξύς — 2 sharp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξέσι — ὀξύς 2 sharp neut dat pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”